ἀνεπιτρόπευτος, -ον
no controlado
νέοιPh.1.219,
ἀνεπιτρόπευτα ... αὐτὰ καὶ τέχνης καὶ προνοίας ἔρημαGal.2.80, cf. BGU 1654.15 (I/II d.C.).
νέοιPh.1.219,
ἀνεπιτρόπευτα ... αὐτὰ καὶ τέχνης καὶ προνοίας ἔρημαGal.2.80, cf. BGU 1654.15 (I/II d.C.).