< ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτήδειος >
ἀνεπιτεχνήτως
adv.
sin artificio
,
sin forzar
τῶν δὲ ἐννοιῶν αἱ μὲν φυσικῶς γίνονται ... καὶ ἀ.
Placit
.4.11.3.