< ἀνεπισύναφος
ἀνεπίσχετος >
ἀνεπισφαλής
,
-ές
1
seguro
ἡ παρρησία
Them.
Or
.15.190a.
2
adv. -ῶς
fijamente
,
con constancia
Meth.
Symp
.4.5.