< ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκίαστος >
ἀνεπισκεψία
,
-ας, ἡ
desatención
,
falta de reflexión
οὐκ ἴσασι δι' ἀνεπισκεψίαν
Arist.
APo
.79
a
6.