< ἀνεπισήμαντος
ἀνεπισκεπτεί >
ἀνεπισημείωτος
,
-ον
no señalado
μὴ παραλείψειν ἀνεπισημείωτον, ὅτι ...
no ir a dejar sin señalar que ...
Clem.Al.
Strom
.3.11.76.