ἀνεπινόητος, -ον
I
σημεῖαD.S.19.94, S.E.P.2.104, Dam.Pr.22,
ἡ φαντασίαS.E.P.2.70, cf. Hsch.
2 desconocedor
χυμῶνD.S.2.59.
II adv. -ως de manera inconcebible
ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτωςProcl.in Prm.1107.12, cf. S.E.P.3.145.