ἀνεπιμέλητος, -ον
1 no cuidado
ἡ πρασιάGp.12.29.1, cf. Sch.A.R.1.1175.
2 que no presta atención a de pers.
πρὸς τὴν τούτων θεωρίανProcop.Gaz.M.87.1469D, cf. 1493C.
ἡ πρασιάGp.12.29.1, cf. Sch.A.R.1.1175.
πρὸς τὴν τούτων θεωρίανProcop.Gaz.M.87.1469D, cf. 1493C.