< ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικηρύκευτος >
ἀνεπικέλευστος
,
-ον
1
que no recibe ordenes
φύσις
Ph.2.207.
2
adv. -ως
sin ser ordenado
ἀ. κατὰ τὴν ἑκούσιον γνώμην
Ph.1.115.