< ἀνεπικράτητος
ἀνεπίκριτος >
ἀνεπικρισία
,
-ας, ἡ
imposibilidad de juzgar
οὐδεμία δ' ἦν καταληπτικὴ φαντασία ... διὰ τὴν ἀνεπικρισίαν
S.E.
M
.11.182.