< ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος >
ἀνεπιγράφω
exponer
,
explicar
en v. pas.
περὶ νοημάτων ἀνεπιγράφησαν ἃ ἦν καθέκαστα
Zos.Alch.219.