< ἀνεπιγνωμοσύνη
ἀνεπίγνωστος >
ἀνεπιγνώμων
,
-ον
• Morfología:
[gen. -ονος]
que no conoce
c. gen.
φύσει γὰρ ἀνεπίγνωμον τοῦ ἀπόντος τὸ ἄλογον
Porph.
Abst
.1.45, cf. Vict.
Mc
.3.28.