ἀνεπιβούλευτος, -ον
• Alolema(s): ἀνεπιβούλεστος Ephr.Syr.3.257B
I
Διογένους ... ἀνεπίβουλεύτου φθόνῳCom.Adesp.1212K.,
ἀρχήPlb.7.8.4,
κτῆσιςD.S.5.17,
παρθενίαPh.2.312,
βίοςPh.2.363, cf. Agatarch.42, Luc.Tyr.16, Ael.NA 9.59, Iambl.Protr.20 (p.101), Clem.Al.Strom.1.9.43.
2 que no ataca
λόγοςAristid.Rh.2.539, cf. 524.
3 subst. τὸ ἀ. ausencia de intriga, seguridad
τὸ ... ἀ. πρὸς ἀλλήλουςTh.3.37, cf. Ph.2.398, 422, I.AI 19.43, 150.
II adv. -ως sin atacar, sin intrigar
ζῆνSud.s.u. Ξάνθος.