< ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξήγητος >
ἀνεπεξέργαστος
,
-ον
imperfecto
δύναμίς τε καὶ οὐσία
Simp.
in de An
.4.13,
ἀνεπεξεργάστοις χρῆται παραβολαῖς
Eust.499.2.