ἀνεξίτητος, -ον
• Alolema(s): ἀνεξήτητος Cyr.Al.M.77.612A
1 inevitable Hsch.
2 que persevera, que permanece
ἀ. ἔχουσι τὴν εὐσέβειανCyr.Al.l.c.
3 incumplido
ἔδει σκληροῖς καταπτοεῖσθαι δείμασι τοὺς ἀνεξίτητον μέλλοντας ποιεῖσθαι τὴν ἐντολήνCyr.Al.M.68.409D.