ἀνεξάρνητος, -ον


I 1no negado, no rehusado μενούσης μοι τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας ἀνεξαρνήτου Tat.Orat.42.

2 innegable, incontestable εἰς ἀνεξάρνητον μαρτύριον τοῦ θανάτου A.Io.9.

3 que no niega ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς ... τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Iust.Phil.Dial.30.2.

II adv. -ως sin denegación, A.Mart.13.5.3.