< ἀνεξιδιαστός
ἀνεξικακία >
ἀνεξικακέω
sufrir mucho tiempo
Charito 8.4
•
de Dios, Meth.
Symp
.10.2,
de Cristo
ἀνεξικακήσας μέχρι τοῦ σταυροῦ
Procop.Gaz.M.87.2296B
•
resistir
Moschio
Hyp
.4.