< ἀνεξάντλητος
ἀνεξαπάτητος >
ἀνεξαπατησία
,
-ας, ἡ
infalibilidad
,
imposibilidad de errar
τρίτος (τόπος) ἐστὶν ὁ περὶ τὴν ἀνεξαπατησίαν καὶ ἀνεικαιότητα
Arr.
Epict
.3.2.2.