< ἀνεμώδης
Ἀνεμώλεια >
ἀνεμώκης
,
-ες
• Prosodia:
[ᾰ-]
ligero como el viento
νεφέλα
E.
Ph
.163,
δῖναι
Ar.
Au
.697,
κόρα
Lyr.Adesp
.40.