ἀνεμωνίς, -ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
anémona coronada, Anemone coronaria L.,
ἠιθέας ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαιNic.Fr.74.64,
ἀνεμωνίδος ὑψόθι φύλλωνNonn.D.42.323.
ἠιθέας ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαιNic.Fr.74.64,
ἀνεμωνίδος ὑψόθι φύλλωνNonn.D.42.323.