< ἀνεμπεπλόκως
ἀνέμπληκτος >
ἀνεμπίπτω
caer en
,
convertirse en
ἀγρία γὰρ ἐπιθυμία ... ἀνεμπεσεῖ εἰς λύπην
Ath.Al.M.28.568D.