< ἀνεμότροπος
Ἀνεμούριον >
ἀνεμούριον
,
-ου, τό
1
molino de viento
Hero
Spir
.1.43,
Et.Gen
.839.
2
sent. dud. quizá
abanico
,
molinillo
ἀνεμούρ<ιον?> βιβραδ<ικόν?>
PRyl
.627.165 (IV d.C.).