< ἀνελκής
ἄνελκτος >
ἀνελκόομαι
en v. med.
ulcerarse
ἡ ὑστέρη ἀνελκοῦται
la matriz se ulcera
Hp.
Mul
.2.122,
οὐλή
Hp.
Morb
.1.21, cf. Cass.
Pr
.9.