ἀνελεύθερος, -ον
I
ἀνελευθέρους τε ζῶνταςviviendo como esclavos Alex.265.7, de los que temen a los magistrados, X.Lac.8.2
•vil, bajo, miserable
ἡγοῦμαι ... τὸν δὲ μὴ φίλοσοφοῦντα ἀ. (εἶναι)Pl.Grg.485c,
ἄγροικος καὶ ἀ. ... ἀνδραποδώδης τεPl.Lg.880a
•esclavo
ἀ. πᾶς ὅστις εἰς δόξαν βλέπειCleanth.Fr.Poet.5
•del cuerpo de esclavo Pherecr.125B
•del alma, la personalidad vil, bajo, servil
ψυχήPl.Lg.919d,
ψυχῶν ἤθηPl.Ep.334d,
δειλῇ δὴ καὶ ἀ. φύσειPl.R.486b,
γένοςPh.1.499.
2 de actividades, situaciones, etc. propio de un esclavo
πρᾶξαι οὐδὲν ἀνελεύθερονPl.Ap.38e
•innoble
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ' ἀνελεύθερον¡ayme, ay! ¡innoble lecho este! A.A.1494, 1518,
θάνατοςA.A.1521
•bajo, vil
δουλοπρεπεῖς ... καὶ ἀ. (τέχνας)Pl.Grg.518a, cf. Ph.1.637
δυσμενείαPl.Phdr.253b,
ἐργασίαιArist.EN 1121b33, cf. Pl.Grg.465b,
τροφήPl.Lg.644a,
ἀτιμίαιArist.Pol.1336b12,
συνουσίαX.Smp.8.23,
διάλεκτοςAr.Fr.685,
κακηγορίαLys.10.2,
παιδιαίArist.Pol.1336a29,
κολακείαPh.2.52,
ἀνάμνησιςPlu.2.686c.
II de pers. en cont. econ. ruin, tacaño, mezquino
οἱ Μεγαρεῖς ἀ. καὶ μιχρολόγοιD.59.36,
εἰ πλούσιος ὢν ἀ. ἐστιAr.Pl.591,
op. ἄσωτοςArist.EN 1107b13,
τὸ ταπεινόν τε καὶ ἀ.X.Mem.3.10.5.
III de animales vil, traicionero
(ζῷα) ἀ. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφειςArist.HA 488b16.
IV adv. -ως como un esclavo, servilmente
ζῆνX.Ap.9, Ph.1.389, cf. argumen.Men.DE en ZPE 6, p.6 (II d.C.),
κολακεύεινPlb.28.4.9,
ἀ. ἐκτὸς τῆς ἀληθείας ποιεῖν τιHsch.