< ἀνεκπόμπευτος
ἀνεκπραξία >
ἀνεκπόρευτος
,
-ον
que no procede
del Padre
γεννητικὸς τοῦ Λόγου ... καὶ ἐκπορευτικὸς τοῦ Πνεύματος καὶ ἀ.
Leont.H.
Nest
.M.86.1496A.