< ἀνέκκλιτος
ἀνέκκρῐτος >
ἀνεκκόπως
adv.
sin cortar
τῆς τοῦ σκόλοπος ἀκμῆς ἀ. περιενεχθείσης
Heliod. en Orib.50.9.5.