ἀνεικαιότης, -ητος, ἡ


equilibrio, ponderación al emitir un juicio τὴν [ἀ]προπτωσί[αν] τιμῶμ[ε]ν καὶ τὴν [ἀνει]καιότ[η]τα Chrysipp.Stoic.2.39.40, cf. Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.