ἀνεθέλητος, -ον


1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.

2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.