< ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκέφαλος >
ἀνεγκαρτέρητος
,
-ον
insoportable
ἀνεγκαρτέρητον δ' [εἶν]αι διὰ τὴ[ν] πολυχρονιότ[ητ]α τὸ κακόν
Phld.
Herc
.1251.4.8.