< Ἀνδρωνίδας
ἀνδρωνῖτις >
ἀνδρώνιον
,
-ου, τό
dim. de ἀνδρών
habitación para hombres
ἀνδρώνιον τεθυρωμένον
IG
11(2).287A.147, 154 (Delos III a.C.).