< ἀνδροσφᾰγεῖον
ἀνδροσώτειρα >
ἀνδρόσφιγξ
,
-ιγγος, ὁ
esfinge masculina
ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε
Hdt.2.175.