< Ἀνδρόπομπος
ἀνδροπορφυρεύς >
ἀνδρόπορνος
,
-ου, ὁ
marica
ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν
Theopomp.Hist.225.