< ἀνδροβόρος
Ἀνδρόβουλος >
ἀνδρόβουλος
,
-ον
de audacia
,
de decisión masculina
γυναικὸς ἀνδρόβουλον ... κέαρ
A.
A
.11, cf. Phryn.
PS
p.31.