< Ἀνδρόβαζος
ἀνδροβάμων >
ἀνδρόβαλος
,
-ου, ὁ
asesino
ὁ κακοῦργος ὁ ἀνδροφόνος, οὕτως λέγεται κἂν γυναῖκα τις κτείνῃ
Zonar.111.24C.