< Ἄνδριος
Ἄνδρισκος >
ἀνδρίς
,
-ίδος, ἡ
varona
e.d.
mujer
αὕτη κληθήσεται ἀνδρίς, ὅτι ἀπὸ ἀνδρὸς ἐλήφθη αὕτη
Sm.
Ge
.2.23.