< ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνύμιον >
ἀνδρωνυμικόν
,
-οῦ, τό
referido a hombres
un n. de animal, Sch.Er.
Il
.18.319, cf. Sud.s.u.
Δημήτρειος καρπός
.