< ἀνδροφυής
ἀνδροφυλάκιον >
ἀνδροφυκτίς
,
-ίδος, ἡ
molusco
barato
κακοδόκιμοί τε κηὔωνοι, τὰς ἀ. πάντες ἄνθρωποι καλέονθ'
Epich.12.10.