< ἀνδροφονεύς
ἀνδροφονία >
ἀνδροφονέω
matar hombres
ἡβηδὸν
Str.4.6.8, cf. LXX 4
Ma
.9.15
•
c. ac.
βασιλέας
Hp.
Ep
.17 (p.362)
•
en v. pas., Ph.2.314.