< Ἀνδρόλοχος
ἀνδρομανής >
ἀνδρομανέω
enloquecer por los hombres
ἀνδρομανεῖν, ἄλογον πάντῃ καὶ ἀχαλίνωτον
Eustr.
in EN
274.6.