ἀνδρολήψιον, -ου, τό


1 derecho de captura de rehenes «τὸ ἀνδρολήψιόν» φησιν «εἶναι μέχρι τριῶν, πλέον δὲ μή» ley en D.23.83, cf. 218.

2 arresto ἀνδρολήψια γίγνεσθαι App.BC 4.6, τί τὸ καινὸν ἀνδρολήψιον τοῦτο; Philostr.Ep.50.