ἀνδρολογέω


hacer una leva de soldados ἐκ Πειραιῶς Alciphr.1.14.2, cf. Hsch., Gr.Shorthand Man.807
en v. pas. ἐπὶ μισθῷ ἀνδρολογηθέντες Luc.Tox.58
fig. νεωστὶ πρὸς τοῦ σωτῆρος ἠνδρολογημένοι Clem.Al.QDS 20 (p.173.7).