ἀνδροκτᾰσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη Il.23.86
1 matanza en una batalla, gener. en plu.
παύσασθαι ... Ἄρη ἀνδροκτασιάωνIl.5.909,
μάχας τ' ἀνδροκτασίας τεIl.7.237,
πικρόκαρπον ἀνδροκτασίανA.Th.693,
μάχαι τ' ἀνδρο[κτασίαιStesich.22.6S.,
πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τεSB 8140.16
•personif.
Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τεHes.Th.228, cf. Sc.155.
2 en sg. homicidio
ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆςIl.23.86, cf. Hes.Fr.165.17.