< ἀνδροκοιτέω
Ἀνδροκολωνοκλῆς >
ἀνδροκοίτης
,
-ου, ὁ
bardaje
,
marica pasivo
συνεσχέθησαν ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ πολλοὶ ἀνδροκοῖται
Io.Mal.
Chron
.M.97.644B.