< Ἄνδροκλος
ἀνδρόκμητος >
ἀνδροκμής
,
-ῆτος
1
que agobia
,
oprime a los hombres
λοιγός
A.
Supp
.678,
μόχθοι
A.
Eu
.248,
ἀγωνίαι
E.
Supp
.525.
2
homicida
πέλεκυς
A.
Ch
.889.