< ἀνδρόδομος
ἀνδροείκελος >
ἀνδροειδής
,
-ές
en forma de hombre
ἄγαλμα
Cyr.Al.M.75.953C
•
hombruna
Κασσάνδρα ... ἀνδροειδὴς τὴν πλάσιν
Io.Mal.
Chron
.M.97.196C.