ἀνδρογύναιος, -ον


1 común a los dos sexos ἀνδρογύναιός ἐστιν ἡ σάρξ Ath.Al.M.28.1213C.

2 subst. afeminado δειλία κατέχει ἀνδρογύναιον LXX Pr.19.15.