< Ἀνδρόβουλος
Ἀνδρογάλις >
ἀνδροβρώς
,
-ῶτος
antropófago
,
propio de caníbales
γνάθος
E.
Cyc
.93,
χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι
E.
HF
384,
ἀνδροβρῶτας ἡδονάς
E.
Fr
.537.