ἀνδρικός, -ή, -όν


I 1masculino, propio del varón νοσήματα Hp.Mul.1.62, ἀ. χορός coro masculino, compuesto de hombres X.HG 6.4.16, Is.Fr.46, Lys.21.1, διάνοια X.Oec.10.1, ἐσθής D.C.45.2.5, ὀθόνια Stud.Pal.3.83.4 (VI d.C.)
subst. τὸ τῆς χρόας ἀνδρικόν Arist.Fr.542.

2 viril, valiente μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς ἰδεῖν Pl.R.474e, προμαχατικὸν δὲ τὸ τῶν ἀνδρικωτάτων Hippod.p.12, σφηκὸς ἀνδρικώτερον Ar.V.1090, ἀ. γένος Ar.V.1077, cf. X.Cyr.1.2.12, Pl.Phdr.273b, Anaxandr.73A
c. inf. πώνειν ... καὶ φαγέμεν μέγ' ἀνδρικοί Eub.12
propio del hombre esforzado ἱδρώς Ar.Ach.695
neutr. como adv. ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον Ar.Pax 515, ἀποθανεῖν ἀνδρικώτατα Ar.Eq.81.

3 virtuoso, temperante (δίαιτα) σώφρων τε καὶ ἀνδρική Pl.Ep.359a
de costumbres viril op. κόσμιος Pl.Lg.681b.

4 grande de una copa, Eub.56.

5 humano ἀνδρικῆς τοῦ Ἰησοῦ θεουργίας Dion.Ar.CH M.3.181B.

II adv. -ῶς

1 como un hombre de caballos ὡς ὅτ' εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς Ar.Eq.599.

2 valientemente, con valor μάλ' ἀνδρικῶς Pl.Phdr.265a, ἀ. πολὺν χρόνον ὑπομεῖναι Pl.Tht.177b, cf. Phd.103a, Men.Asp.382.