ἀνδρείωμα, -ματος, τό


acto de valor τὸ μεσ[ο]λαβεῖν τὸ [συ]νεχὲς τῶν κατὰ φιλοσοφία[ν λ]όγων ἀν[δ]ρείωμα Metrod.Herc.831.12.