< ἀνδρειφόντης
ἀνδρειών >
ἀνδρείωμα
,
-ματος, τό
acto de valor
τὸ μεσ[ο]λαβεῖν τὸ [συ]νεχὲς τῶν κατὰ φιλοσοφία[ν λ]όγων ἀν[δ]ρείωμα
Metrod.
Herc
.831.12.