< ἀνδραφυκτεῖν·
ἀνδράχλη >
ἀνδραχθής
,
-ές
del peso máximo que puede coger un hombre
χερμάδια
Od
.10.121,
γόγγροι
Eudox.
Fr
.318,
βώλακες
A.R.3.1334.