ἀνδραποδώδης, -ες
1 propio de un esclavo, servil
ἀρετήPl.Phd.69b,
διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνταιPl.Phdr.258e,
ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις (ἡδοναὶ)Arist.EN 1118a25, cf. Plu.2.5b,
τὰς ἀ. ἀστρολόγων τεχνιτείαςEpicur.Ep.[3] 93, cf. X.Mem.4.2.22, Hier.5.2, Ph.2.268, 2.352, Luc.Merc.Cond.8, DMort.24.3, Philostr.VA 8.7.12
•subst. ὁ ἀ. el hombre servil
καὶ ὁ πρᾶος μέσος τοῦ χαλεποῦ καὶ τοῦ ἀνδοαποδώδουςArist.EE 1231b26,
καὶ ἡ ἐλευθερίου παιδία διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδουςArist.EN 1128a21.
2 adv. -ῶς servilmente Pl.Smp.215e, Luc.Bis Acc.20.